σάλος

σάλος
-ου + N 2 0-0-2-5-2=9 Jon 1,15; Zech 9,14; Ps 54(55),23; 65(66),9; 88(89),10
rolling swell, surge Jon 1,15; restlessness, perplexity Sir 40,4; tribulation Lam 1,8
ἐν σάλῳ ἀπειλῆς with a whirling menace Zech 9,14; οὐ δώσει σάλον τῷ δικαίῳ he shall not allow the righteous to be moved Ps 54(55),23; μὴ δῷς εἰς σάλον τὸν πόδα σου let not your foot be moved Ps 120 (121),3, see also Ps 65(66),9
*Ps 88(89),10 τὸν σάλον the surge-אוןשׁ for MT ואשׂ to lift
→NIDNTT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σαλός — silly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλος — tossing motion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλός — ή, ό / σαλός, ή, όν, ΝΜΑ ανόητος, μωρός, ηλίθιος, ανισόρροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από τη λ. σάλος με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • σάλος — ο 1. κλυδωνισμός, ταλάντευση πλοίου. 2. θαλασσοταταχή: Οι ισχυροί άνεμοι προκάλεσαν σάλο. 3. μτφ., ταραχή, αναστάτωση: Πολιτικός σάλος. – Δημιουργήθηκε σάλος μέσα στην αίθουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάλος — ο, ΝΜΑ 1. ισχυρή κύμανση τής θάλασσας, θαλασσοταραχή («ἐν πόντου σάλῳ πολλοῑς διαύλοις κυμάτων φορούμενος», Ευρ.) 2. (για πλοία, καθώς και για τους επιβάτες του) κλυδωνισμός λόγω τρικυμίας 3. μτφ. α) θορυβώδης ανακίνηση, ανατάραξη (α. «σάλο… …   Dictionary of Greek

  • σαλός — ή, ό ανόητος, ηλίθιος, τρελός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαλά — σαλός silly neut nom/voc/acc pl σαλά̱ , σαλός silly fem nom/voc/acc dual σαλά̱ , σαλός silly fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλόν — σαλός silly masc acc sg σαλός silly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλω — σάλος tossing motion masc nom/voc/acc dual σάλος tossing motion masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαί — σαλός silly fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλούς — σαλός silly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”